- απειλώ
- menacer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
απειλώ — απειλώ, απείλησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απειλώ — (I) ἀπειλῶ ( έω) (Α) 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω βίαια 2. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω 3. παθ. α) πέφτω σε στενοχώρια β) συνωθούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + ειλέω (Ι) «συγκεντρώνω, πιέζω»]. (II) (AM ἀπειλῶ, έω) εκφοβίζω, φοβερίζω νεοελλ. παθ. επίκειμαι ως… … Dictionary of Greek
απειλώ — απείλησα, απειλήθηκα, φοβερίζω, εκστομίζω απειλές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπειλῶ — ἀπειλέω keep away pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπειλέω keep away pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπειλέω 1 keep away pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπειλέω 1 keep away pres ind act 1st sg (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείλω — ἀφαιρέω take away from aor ind mid 2nd sg (ionic) ἀπειλέω 1 keep away aor subj act 1st sg ἀπειλέω 1 keep away pres subj act 1st sg ἀπειλέω 1 keep away pres ind act 1st sg ἀπειλέω 1 keep away aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαπειλώ — (AM ἐπαπειλῶ, έω) επισείω κάτι ως απειλή, απειλώ, φοβερίζω («ἔπειτ ἐμοὶ τὰ δείν ἐπηπείλησ ἔπη», Σοφ.) νεοελλ. απρόσ. επαπειλείται επίκειται, επικρέμαται ως απειλή ή κίνδυνος αρχ. 1. απλώς απειλώ, φοβερίζω 2. (με απρμφ. μέλλ.) απειλώ ότι θα κάνω… … Dictionary of Greek
αναπειλώ — ( έω) (Μ ἀναπειλῶ) [ἀπειλῶ] (ενεργ. και μεσ.) απειλώ, φοβερίζω … Dictionary of Greek
βρίμη — βρίμη, η (Α) 1. ισχύς, δύναμη 2. μυκηθμός, βρυχηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βρίμη ανήκει σε μια ομάδα λέξεων εκφραστικών και σπάνιων και είναι πιθ. ονοματικό παράγωγο σε μ τού βρι (πρβλ. βριαρός, βρίθω). Ο προσδιορισμός της ακριβούς σημασίας τέτοιων… … Dictionary of Greek
διαπειλώ — διαπειλῶ ( έω) (Α) [απειλώ] απειλώ έντονα … Dictionary of Greek
καταπειλώ — καταπειλῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού απειλώ) μσν. μέσ. καταπειλοῡμαι, έομαι απειλώ, φοβερίζω κάποιον με κάτι αρχ. εκτοξεύω απειλές, ξεστομίζω απειλητικά λόγια εναντίον κάποιου («πολλὰ ἔπη κατηπείλησαν», Σοφ.) … Dictionary of Greek
προεπανασείω — Α απειλώ, εκφοβίζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπανασείω «υψώνω απειλητικά, απειλώ»] … Dictionary of Greek